επισημοποιώ

επισημοποιώ
επισημοποιώ, επισημοποίησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επισημοποιώ — 1. καθιστώ κάτι επίσημο, δίνω επίσημο χαρακτήρα («ήθελαν να επισημοποιείται με συνάλλαγμα η πράξις τους», Καρκαβίτσας) 2. επισφραγίζω, επιβεβαιώνω επίσημα («επισημοποίησε τον αρραβώνα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επίσημος + ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • επισημοποιώ — επισημοποίησα, επισημοποιήθηκα, επισημοποιημένος, μτβ., προσθέτω επίσημο χαρακτήρα σε κάτι, διαβεβαιώνω κάτι επίσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • επισημοποίηση — η η περιβολή μιας πράξης με επίσημο χαρακτήρα, επικύρωση, επισφράγιση (επισημοποίηση δεσμού). [ΕΤΥΜΟΛ. < επισημοποιώ. Η λ. στον λόγιο τ. επισημοποίησις μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν Νομοτεχνικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • καθιερώνω — (AM καθιερῶ, όω, Α ιων. τ. κατιρῶ, όω) 1. αφιερώνω κάτι σε θεό, τό καθαγιάζω, τό καθορίζω ως ιερό («τῆ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα πεντακισχιλίους στατῆρας», Λυσ.) 2. καθιστώ ή καθορίζω κάτι ως ιερό, καθαγιάζω, καθοσιώνω 3. θεσπίζω… …   Dictionary of Greek

  • λογοδίνομαι — 1. επισημοποιώ τον δεσμό μου, αρραβωνιάζομαι 2. (μτχ. παρακμ.) λογοδοσμένος, η, ο αρραβωνιασμένος …   Dictionary of Greek

  • σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α …   Dictionary of Greek

  • επικυρώνω — επικύρωσα, επικυρώθηκα, επικυρωμένος, μτβ. 1. προσθέτω κύρος σε κάτι, το κάνω έγκυρο, το επισημοποιώ: Επικυρώθηκε η συνθήκη ειρήνης. 2. επιβεβαιώνω κάτι ως αληθινό ή ορθό, το πιστοποιώ: Επικυρώνω τα λεγόμενά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”